καταπώγων

καταπώγων
καταπώγων, ον, gen. ωνος,
A with a long beard, D.S.3.63, Str.16.4.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταπώγων — καταπώγων, ον (Α) αυτός που έχει μακρύ γένι («κατάκωμοι, καταπώγωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πώγων (< πώγων «γένεια»), πρβλ. βαθυ πώγων, μακρο πώγων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”